Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀποδράσης

См. также в других словарях:

  • ἀποδράσης — ἀποδρά̱σης , ἀπόδρασις running away fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀποδρά̱σης , ἀποδιδράσκω run away aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδράσῃς — ἀποδρά̱σῃς , ἀποδιδράσκω run away aor part act fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρούτσος, Οδυσσέας — (Ιθάκη 1790 – Αθήνα 1825). Αγωνιστής του 1821. Ήταν επτά ετών όταν θανατώθηκε o πατέρας του, ο γνωστός αρματολός Ανδρέας Βερούσης, που ήταν γνωστός με το προσωνύμιο Ανδρούτσος (βλ. λ.). Πολύ νωρίς κατατάχθηκε στο ναυτικό, ώσπου τον συνάντησε ο… …   Dictionary of Greek

  • Κορδελιέροι — Επαναστατική γαλλική λέσχη που ιδρύθηκε το 1790. Η επίσημη ονομασία της ήταν Ένωση για τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη. Τα μέλη της έγιναν γνωστά ως Κ., επειδή συνεδρίαζαν στον χώρο όπου προηγουμένως υπήρχε το μοναστήρι των Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αίγινας — Ήταν το πρώτο μουσείο που ιδρύθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1829 από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μέχρι το 1932, που τα σπουδαιότερα ευρήματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, είχαν συγκεντρωθεί στην Αίγινα αρχαιότητες από πολλά μέρη της χώρας και κυρίως από τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»