Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀποδράσει

  • 1 αποδράσει

    ἀποδρά̱σει, ἀπόδρασις
    running away: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀποδρά̱σεϊ, ἀπόδρασις
    running away: fem dat sg (epic)
    ἀποδρά̱σει, ἀπόδρασις
    running away: fem dat sg (attic ionic)
    ἀποδρά̱σει, ἀποδιδράσκω
    run away: fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αποδράσει

  • 2 ἀποδράσει

    ἀποδρά̱σει, ἀπόδρασις
    running away: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀποδρά̱σεϊ, ἀπόδρασις
    running away: fem dat sg (epic)
    ἀποδρά̱σει, ἀπόδρασις
    running away: fem dat sg (attic ionic)
    ἀποδρά̱σει, ἀποδιδράσκω
    run away: fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀποδράσει

См. также в других словарях:

  • ἀποδράσει — ἀποδρά̱σει , ἀπόδρασις running away fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποδρά̱σεϊ , ἀπόδρασις running away fem dat sg (epic) ἀποδρά̱σει , ἀπόδρασις running away fem dat sg (attic ionic) ἀποδρά̱σει , ἀποδιδράσκω run away fut ind mid 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπόδραστος — η, ο (Α ἀναπόδραστος, ον) [ἀποδιδράσκω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αποφύγει, ο αναπόφευκτος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να αποδράσει, να φύγει …   Dictionary of Greek

  • γοργός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αριστομένη, ήρωα των Μεσσηvίων (7ος αι. π.Χ.). Σε ηλικία 18 ετών, νυμφεύτηκε τη νέα που είχε βοηθήσει τον πατέρα του vα αποδράσει από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην άμυνα της Είρας.… …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • ευφροσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις Χάριτες, αδελφή της Αγλαΐας και της Θάλειας, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης ή Αυτονόης. Άλλη παράδοση την αναφέρει ως κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η… …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • Αντωνάδος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης. Καταγόταν από τη Θήβα. Έλαβε μέρος στις πιο σημαντικές μάχες στις περιοχές Βοιωτίας και Αττικής. Συμμετείχε από την αρχή στον Αγώνα και τραυματίστηκε αρκετές φορές. Κατατάχτηκε μετά την απελευθέρωση στη… …   Dictionary of Greek

  • Άρπαλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο πρεσβύτερος (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Πατέρας του Κάλα, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και θείος του Α. του νεότερου. 2. Α. ο νεότερος (;354 – 323 π.Χ.). Γιος του Μαχάτα, απόγονου του ήρωα Ελίμου. Παιδικός φίλος… …   Dictionary of Greek

  • Αρταβάσδης — Όνομα βασιλιάδων της Αρμενίας. 1. Βασιλιάς της Αρμενίας, γιος του Τιγράνη Α’ (69; – 30 π.Χ.). Παρέσυρε τον Μάρκο Αντώνιο σε ατυχή εκστρατεία κατά των Πάρθων, αλλά οι Ρωμαίοι τον συνέλαβαν και τον θανάτωσαν στην Αλεξάνδρεια με εντολή της… …   Dictionary of Greek

  • Αρχιδάμεια — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιέρεια της Δήμητρας στη Λακωνία (7ος αι. π.Χ.). Ερωτεύτηκε τον αιχμάλωτο Αριστομένη τον Μεσσήνιο και τον βοήθησε να αποδράσει. 2. Γιαγιά του βασιλιά της Σπάρτης Άγη Δ’ (; – 272 π.Χ.). Διακρίθηκε για το θάρρος της στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»