-
1 αποδοχμοω
-
2 ἀποδοχμόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδοχμόω
-
3 ἀποδοχμόω
ἀπο - δοχμόω ( δοχμός), aor. part. ἀποδοχμώσᾶς: bend to one side, Od. 9.372†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποδοχμόω
-
4 ἀποδοχμόω
ἀπο-δοχμόω, abbiegen, rückwärts od. seitwärts biegen -
5 δοχμός
-
6 αποδοχμώσαι
-
7 ἀποδοχμῶσαι
-
8 αποδοχμώσας
-
9 ἀποδοχμώσας
См. также в других словарях:
ἀποδοχμῶσαι — ἀποδοχμόω bend sideways aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοχμώσας — ἀποδοχμώσᾱς , ἀποδοχμόω bend sideways aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)