Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀποδοκίμαζε

  • 1 αποδοκίμαζε

    ἀ̱ποδοκίμαζε, ἀποδοκιμάζω
    reject on scrutiny: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀποδοκιμάζω
    reject on scrutiny: pres imperat act 2nd sg
    ἀποδοκιμάζω
    reject on scrutiny: pres imperat act 2nd sg
    ἀποδοκιμάζω
    reject on scrutiny: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἀποδοκιμάζω
    reject on scrutiny: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > αποδοκίμαζε

  • 2 ἀποδοκίμαζε

    ἀ̱ποδοκίμαζε, ἀποδοκιμάζω
    reject on scrutiny: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀποδοκιμάζω
    reject on scrutiny: pres imperat act 2nd sg
    ἀποδοκιμάζω
    reject on scrutiny: pres imperat act 2nd sg
    ἀποδοκιμάζω
    reject on scrutiny: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἀποδοκιμάζω
    reject on scrutiny: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἀποδοκίμαζε

См. также в других словарях:

  • ἀποδοκίμαζε — ἀ̱ποδοκίμαζε , ἀποδοκιμάζω reject on scrutiny imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποδοκιμάζω reject on scrutiny pres imperat act 2nd sg ἀποδοκιμάζω reject on scrutiny pres imperat act 2nd sg ἀποδοκιμάζω reject on scrutiny imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Solon — (altgriechisch Σόλων; * wohl um 640 v. Chr. in Athen; † vermutlich um 560 v. Chr.) war ein griechischer Lyriker und athenischer Staatsmann. Mit seinem Namen verbinden sich vor allem die Reformen, die er in Athen durchführte. Er wird zu den sieben …   Deutsch Wikipedia

  • Solon von Athen — Solon Solon, griech. Σόλων (* wohl um 640 v. Chr. in Athen, † vermutlich um 560 v. Chr.), war ein griechischer Lyriker und athenischer Staatsmann. Mit seinem Namen verbinden sich vor allem die Reformen, die er in Athen durchführte. Er wird zu den …   Deutsch Wikipedia

  • ηθική — Κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική η. διακρίνεται επομένως τόσο από τις θετικές εντολές ή προσταγές που εκπορεύονται από οποιαδήποτε πηγή (θρησκευτική, φιλοσοφική, πολιτική,… …   Dictionary of Greek

  • μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …   Dictionary of Greek

  • Γάγγρα — Αρχαία πόλη του Πόντου (Παφλαγονίας), που ήταν χτισμένη στον παραπόταμο του Άλι Ταντλί σου και σε απόσταση 100 χλμ. ΒΑ της Άγκυρας. Κυριεύτηκε διαδοχικά από τον βασιλιά των Λυδών Κροίσο (6ος αι. π.Χ.), τον Κύρο τον Μεγάλο και τον Μέγα Αλέξανδρο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Προκοπία — Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ραγκαβέ (811 – 813). Φιλόδοξη και πολυμαθής καθώς ήταν, πολύ γρήγορα έγινε ο πραγματικός διαχειριστής της βασιλικής εξουσίας, εξαιτίας του αδύνατου χαρακτήρα του συζύγου της, τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Χάινε, Χάινριχ — (Heine, Ντίσελντορφ 1797 Παρίσι 1856). Γερμανός ποιητής και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στη Βόνη και έζησε μέσα στο ρομαντικό κλίμα. Ο Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ ήταν δάσκαλος και σύμβουλός του. Αλλά ήδη από το νεανικό του έργο Ο ρομαντισμός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»