-
1 αποδιώξη
ἀποδιώξηι, ἀποδίωξιςexpulsion: fem dat sg (epic)ἀποδιώκωchase away: aor subj mid 2nd sgἀποδιώκωchase away: aor subj act 3rd sgἀποδιώκωchase away: fut ind mid 2nd sg -
2 ἀποδιώξῃ
ἀποδιώξηι, ἀποδίωξιςexpulsion: fem dat sg (epic)ἀποδιώκωchase away: aor subj mid 2nd sgἀποδιώκωchase away: aor subj act 3rd sgἀποδιώκωchase away: fut ind mid 2nd sg -
3 αποδίωξη
[-ις (-εως)] η, αποδίώξιμο τό изгнание -
4 αποδιωγμός
ο см. αποδίωξη
См. также в других словарях:
ἀποδιώξῃ — ἀποδιώξηι , ἀποδίωξις expulsion fem dat sg (epic) ἀποδιώκω chase away aor subj mid 2nd sg ἀποδιώκω chase away aor subj act 3rd sg ἀποδιώκω chase away fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπωση — η (AM ἄπωσις) [απωθώ] η προς τα πίσω ώθηση, η απώθηση αρχ. αποδίωξη, απόκρουση … Dictionary of Greek
αποπομπή — η (Α ἀποπομπή) [αποπέμπω] νεοελλ. απόλυση από υπηρεσία ή αξίωμα αρχ. 1. αποσόβηση, αποτροπή 2. εξαγνισμός, κάθαρση 3. αποδίωξη της συζύγου … Dictionary of Greek