-
1 αποδιδρασκω
ион. ἀποδιδρήσκω (fut. ἀποδράσομαι, aor. 2 ἀπέδραν)1) тайно убегать, незаметно ускользать(νηός и ἔκ νηός Hom.; ἐκ τῆς Σάμου и ἐς Σάμον Her.; ἐκ Θουρίων εἰς Πελοπόννησον, τοὺς φύλακας Plut.)
τὸ ἀποδιδράσκοντα μέ δύνασθαι ἀποδρᾶναι Plat. — неудачная попытка скрыться2) уклоняться, избегать(τινά Her., Thuc.; τι Soph., Dem., Plut.)
3) обходить(τὸν νόμον Arst.)
4) переходить -
2 αποδιδράσκω
(αόρ. απέδρασα) αμετ. совершать побег -
3 ἀποδιδράσκω
ἀπο|διδράσκω убегать, тайно уходить (syn. ἀποφεύγω); не быть настигнутым aor. ἀπ|έδραν -
4 ἀποδιδράσκω
-
5 απεδραμεν
-
6 απεδραν
-
7 απεδρασα
aor. 1 к ἀποδιδράσκω См. αποδιδρασκω -
8 αποδεδρακα
-
9 αποδραιην
Xen. opt. к ἀποδιδράσκω См. αποδιδρασκω -
10 αποδρας
-
11 αποδρηναι
-
12 δρασκαζω
Solon ap. Lys. = ἀποδιδράσκω См. αποδιδρασκω -
13 αναδιδρασκω
-
14 -διδρασκω
- διδράσκωион. -διδρήσκω (только с приставками: ἀποδιδράσκω, διαδιδράσκω и т.п.) бежать, убегать -
15 συναποδιδρασκω
(aor. 1 συναπέδρᾱσα, aor. 2 συναπέδρᾱν) убегать вместе(τινί Arph.)
συναιχμάλωτος, συναποδράς Luc. — вместе попавший в плен (и) вместе бежавший (из плена)
См. также в других словарях:
ἀποδιδράσκω — run away pres subj act 1st sg ἀποδιδράσκω run away pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδιδράσκω — (αποδιδράσκω) → δες απέδρασα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποδιδράσκω — (AM ἀποδιδράσκω) (νεοελλ., άχρηστος ο ενεστ. κ. ο πρτ.) δραπετεύω αρχ. 1. φεύγω μακριά τρέχοντας, διαφεύγω 2. αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. λιποτακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + διδράσκω σπάνια χρησιμοποιείται ως απλό οι ρηματικοί του τύποι συνήθως… … Dictionary of Greek
ἀπέδραν — ἀποδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (epic) ἀπέδρᾱν , ἀποδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (doric) ἀποδιδράσκω run away aor ind act 1st sg (epic) ἀπέδρᾱν , ἀποδιδράσκω run away aor ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδράσκετε — ἀποδιδράσκω run away pres imperat act 2nd pl ἀποδιδράσκω run away pres ind act 2nd pl ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδράσκῃ — ἀποδιδράσκω run away pres subj mp 2nd sg ἀποδιδράσκω run away pres ind mp 2nd sg ἀποδιδράσκω run away pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδίδρασκον — ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 3rd pl ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδίδρησκον — ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 3rd pl (ionic) ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδρασκόντων — ἀποδιδράσκω run away pres part act masc/neut gen pl ἀποδιδράσκω run away pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδρησκόντων — ἀποδιδράσκω run away pres part act masc/neut gen pl (ionic) ἀποδιδράσκω run away pres imperat act 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδράσκει — ἀποδιδράσκω run away pres ind mp 2nd sg ἀποδιδράσκω run away pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)