-
1 αποδιδράσκοντος
-
2 ἀποδιδράσκοντος
См. также в других словарях:
ἀποδιδράσκοντος — ἀποδιδράσκω run away pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποδιδράσκοντος
2 ἀποδιδράσκοντος
ἀποδιδράσκοντος — ἀποδιδράσκω run away pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)