-
1 ἀποδειλίασις
A cowardice, Plb.3.103.2;ἀ.πρόστινα Plu.Alex. 13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδειλίασις
-
2 ἀποδειλιατέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδειλιατέον
-
3 ἀποδειλιάω
A to be very fearful, play the coward, flinch from danger or toil, X.Mem.3.12.2, Pl.Grg. 480c, al.;ἀ. ἐν ἰσχυροῖς μαθήμασιν Id.R. 535b
, cf. 504a;ταῖς ψυχαῖς Plb.1.15.7
; πρός τινα or τι Id.11.16.2, cf. Onos.33.6, Luc.DMort.10.9, etc.2ἀ. τοῦ διαπονεῖσθαι
shrink from..,X.
Lac.10.7.3ἀ. τὴν μάχην
to be afraid of,Plb.
5.84.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδειλιάω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский