-
1 αποδεικτοίς
-
2 ἀποδεικτοῖς
См. также в других словарях:
ἀποδεικτοῖς — ἀποδεικτός demonstrable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποδεικτοίς
2 ἀποδεικτοῖς
ἀποδεικτοῖς — ἀποδεικτός demonstrable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)