-
1 αποδεδειλιακέναι
-
2 ἀποδεδειλιακέναι
См. также в других словарях:
ἀποδεδειλιακέναι — ἀποδεδειλιᾱκέναι , ἀποδειλιάω to be very fearful perf inf act (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποδεδειλιακέναι
2 ἀποδεδειλιακέναι
ἀποδεδειλιακέναι — ἀποδεδειλιᾱκέναι , ἀποδειλιάω to be very fearful perf inf act (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)