Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀποδέχεσθαι

См. также в других словарях:

  • ἀποδέχεσθαι — ἀποδέχομαι accept pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • ἀποδέχεσθ' — ἀποδέχεσθε , ἀποδέχομαι accept pres imperat mp 2nd pl ἀποδέχεσθε , ἀποδέχομαι accept pres ind mp 2nd pl ἀποδέχεσθαι , ἀποδέχομαι accept pres inf mp ἀποδέχεσθε , ἀποδέχομαι accept imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»