-
1 αποδάσσεσθαι
-
2 ἀποδάσσεσθαι
-
3 ἀποδατέομαι
A- δασσάμην Theoc.17.50
, inf.- δάτταθθαι Leg.Gort.4.29
:— portion out to others, apportion,ἥμισν τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι Il.17.231
;Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι 22.118
;σοὶ δ' αὖ.. τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν 24.595
;πάντωνἴσον Pi.N.10.86
, cf. Call.Del.9, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδατέομαι
-
4 ἀποδαίομαι
ἀπο - δαίομαι ( δαίω), fut. inf. ἀποδάσσεσθαι, aor. ἀποδάσσασθαι: give a share of, share with; τινί τι, and τινί τινος, Il. 17.231, Χ 11, Il. 24.595.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποδαίομαι
См. также в других словарях:
ἀποδάσσεσθαι — ἀποδατέομαι portion out to fut inf mid (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)