-
101 ἀπογινομένους
-
102 απογινόμενα
-
103 ἀπογινόμενα
-
104 απογινόμενοι
-
105 ἀπογινόμενοι
-
106 απογινόμενος
-
107 ἀπογινόμενος
-
108 απογένηται
-
109 ἀπογένηται
-
110 απογένοιτο
-
111 ἀπογένοιτο
-
112 απογίγνεσθαι
-
113 ἀπογίγνεσθαι
-
114 απογίγνεται
-
115 ἀπογίγνεται
-
116 απογίγνηται
-
117 ἀπογίγνηται
-
118 απογίγνονται
-
119 ἀπογίγνονται
-
120 απογίνεσθαι
См. также в других словарях:
ἀπογίγνομαι — to be away from pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απογίγνομαι — βλ. απογίνομαι … Dictionary of Greek
ἀπογεγενημένον — ἀπογίγνομαι to be away from perf part mp masc acc sg ἀπογίγνομαι to be away from perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογενομένων — ἀπογίγνομαι to be away from aor part mid fem gen pl ἀπογίγνομαι to be away from aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογενόμενον — ἀπογίγνομαι to be away from aor part mid masc acc sg ἀπογίγνομαι to be away from aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογιγνομένων — ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp fem gen pl ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογιγνόμενον — ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp masc acc sg ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογινομένων — ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp fem gen pl (ionic) ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογινόμεθα — ἀπογίγνομαι to be away from pres ind mp 1st pl (ionic) ἀπογίγνομαι to be away from imperf ind mp 1st pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογινόμενον — ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp masc acc sg (ionic) ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογέγονε — ἀπογίγνομαι to be away from perf imperat act 2nd sg ἀπογίγνομαι to be away from perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)