-
81 ἀπογενόμενος
-
82 απογιγνομένης
-
83 ἀπογιγνομένης
-
84 απογιγνομένου
-
85 ἀπογιγνομένου
-
86 απογιγνομένους
-
87 ἀπογιγνομένους
-
88 απογιγνόμενα
-
89 ἀπογιγνόμενα
-
90 απογινομένη
-
91 ἀπογινομένη
-
92 απογινομένην
-
93 ἀπογινομένην
-
94 απογινομένης
-
95 ἀπογινομένης
-
96 απογινομένοις
-
97 ἀπογινομένοις
-
98 απογινομένου
-
99 ἀπογινομένου
-
100 απογινομένους
См. также в других словарях:
ἀπογίγνομαι — to be away from pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απογίγνομαι — βλ. απογίνομαι … Dictionary of Greek
ἀπογεγενημένον — ἀπογίγνομαι to be away from perf part mp masc acc sg ἀπογίγνομαι to be away from perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογενομένων — ἀπογίγνομαι to be away from aor part mid fem gen pl ἀπογίγνομαι to be away from aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογενόμενον — ἀπογίγνομαι to be away from aor part mid masc acc sg ἀπογίγνομαι to be away from aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογιγνομένων — ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp fem gen pl ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογιγνόμενον — ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp masc acc sg ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογινομένων — ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp fem gen pl (ionic) ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογινόμεθα — ἀπογίγνομαι to be away from pres ind mp 1st pl (ionic) ἀπογίγνομαι to be away from imperf ind mp 1st pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογινόμενον — ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp masc acc sg (ionic) ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογέγονε — ἀπογίγνομαι to be away from perf imperat act 2nd sg ἀπογίγνομαι to be away from perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)