-
1 απογονή
-
2 ἀπογονή
-
3 ἀπογονή
ἀπογονή, ἡ,A issue, posterity, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπογονή
-
4 απογονής
-
5 ἀπογονῆς
-
6 ἀπόγονος
ἀπόγονος, ον,A born or descended from, Τλαύκου οὔτε τι ἀ. ἐστι has no descendant, Hdt.6.86.δ: in pl., descendants, Id.1.7, 4.148,al., Th.1.101; σαὶ.. ἀπόγονοι thy offspring, S.OC 534 (lyr.): metaph.,ἀ. τοῦ ἐφθαρμένου πνεύματος Hp.Ep.19
( Hermes53.65);ἀ. τέταρτος, ἕβδομος Paus.4.15.32
: fem.ἀπογόνη Milet.3
No.176.II viable, Hp.Epid. 2.3.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόγονος
См. также в других словарях:
ἀπογονή — issue fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογονῆς — ἀπογονή issue fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μπάριμορ — (Barrymore). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο μιας οικογένειας Αμερικανών ηθοποιών, αγγλικής καταγωγής, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Μπλάιθ (Blythe). Ο πατέρας Χέρμπερτ (Herbert, 1847 – 1905) άρχισε την καριέρα του στη γενέτειρά του Μεγάλη Βρετανία … Dictionary of Greek