-
1 αποβολή
ἀποβολεύςone who has lost: masc nom /voc /acc dualἀποβολεύςone who has lost: masc acc sg——————ἀποβολῆι, ἀποβολεύςone who has lost: masc dat sg (epic ionic)ἀποβολήthrowing away: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 αποβολή
-
3 ἀποβολή
-
4 αποβολη
ἥ1) отбрасывание, бросание(τῶν ὅπλων Plat.)
2) потеря, утрата(χρημάτων Plat., Arst., Plut.)
3) грам. выбрасывание, опущение (буквы) -
5 ἀποβολή
ἀποβολή, ῆς, ἡ (s. ἀποβάλλω; Pla. et al.; PLond 1659, 10) corresp. to the var. mngs. of ἀποβάλλω.① rejection, of the (temporary) rejection of Israelites by God (Jos., Ant. 4, 314 not of people as such, but repeated loss of their cities and temple through divine providence) Ro 11:15 (opp. πρόσλημψις).② loss (PCairZen 569, 25 and 106 [III B.C.]; 55th letter of Apollonius of Tyana [Philostrat. I 358, 19] by death; Philo, Praem. 33 of a ship; Jos., Ant. 2, 147; Tat. 15, 4; Sextus 257) ἀ. ψυχῆς οὐδεμία ἔσται ἐξ ὑμῶν not a single one of you will be lost Ac 27:22 (Straton of Lamps., Fgm. 124 ἀ. ζωῆς).—DELG s.v. βάλλω. -
6 αποβολή
η1) сбрасывание, отбрасывание; 2) перен. отбрасывание, оставление (чего-л.); избавление (от чего-л.); 3) потеря (надежды и т. п);αποβολή κακών συνηθειών — избавление от дурных привычек;
4) отчисление, исключение; увольнение;изгнание; 5) преждевременные роды, выкидыш; аборт -
7 ἀποβολῆ
Βλ. λ. αποβολή -
8 ἀποβολῇ
Βλ. λ. αποβολή -
9 ἀποβολή
{сущ., 2}1. отбрасывание, отвержение;2. потеря, утрата.Ссылки: Деян. 27:22; Рим. 11:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀποβολή
-
10 αποβολή
{сущ., 2}1. отбрасывание, отвержение;2. потеря, утрата.Ссылки: Деян. 27:22; Рим. 11:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αποβολή
-
11 ἀποβολή
1. отбрасывание, отвержение; 2. потеря, утрата.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποβολή
-
12 ἀποβολὴ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποβολὴ
-
13 αποβολή
[аповоли] ουσ. Θ. отбрасывание, выкидыш, аборт,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποβολή
-
14 αποβολή
[аповоли] ουσ θ отбрасывание, выкидыш, аборт. -
15 ἀποβολή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβολή
-
16 ἀποβολή
-
17 αποβολή
(dışarı) atma, kovma -
18 αποβολή
avortement -
19 αποβολή
poronienie (n) rzecz. -
20 αποβολή
1) neúspěch2) nezdar3) potrat
См. также в других словарях:
ἀποβολή — throwing away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβολή — η 1. διώξιμο, αποπομπή: Ο μαθητής τιμωρήθηκε με αποβολή. 2. βγάλσιμο, αφαίρεση: Η αποβολή των κακών συνηθειών δεν είναι κάτι εύκολο. 3. χάσιμο, απώλεια: Η αποβολή της ντροπής οδηγεί σ αυτό το χάλι. 4. πρόωρος τοκετός: Ήταν δύο μηνών, αλλά έκαμε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… … Dictionary of Greek
ἀποβολῇ — ἀποβολῆι , ἀποβολεύς one who has lost masc dat sg (epic ionic) ἀποβολή throwing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῆ — ἀποβολεύς one who has lost masc nom/voc/acc dual ἀποβολεύς one who has lost masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολαῖς — ἀποβολή throwing away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολαί — ἀποβολή throwing away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολήν — ἀποβολή throwing away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῶν — ἀποβολή throwing away fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμορρύθμιση — Φυσιολογική λειτουργία που επιτρέπει στον οργανισμό να διατηρεί μία ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην αποβολή της θερμότητας, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος. Ο άνθρωπος και τα ανώτερα ζώα, στα οποία η… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek