-
1 miscarriage
αποβολή -
2 аборт
-
3 Loss
subs.Loss of: P. ἀποβολή, ἡ (gen.), ὄλεθρος, ὁ (gen.).Loss of money: P. ἀποβολή χρημάτων, ἡ (Plat., Lach. 195E), χρημάτων ὄλεθρος, ὁ (Thuc. 7, 27).Loss of possessions: P. κτημάτων ἀπόστασις (Dem. 386).Loss of men: P. ἀνθρώπων φθορά (Thuc. 7, 27).Deprivation: P. στέρησις, ἡ.The allies of the Lacedaemonians suffered no losses worth mentioning: P. Λακεδαιμονίων οἱ σύμμαχοι οὐκ ἐπιλαιπώρησαν ὥστε καὶ ἀξιόλογόν τι ἀπογενέσθαι (Thuc. 5, 74).Suffer loss: P. and V. ζημιοῦσθαι (absol.), P. ἐλασσοῦσθαι (absol.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Loss
-
4 выкидыш
мед. 1. (преждевременное прекращение беременности) η αποβολή 2. (преждевременно рожденный и нежизнеспособный плод) το απόρριγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выкидыш
-
5 исключение
1. (невключение, недопущение) η εξαίρεση 2. (удаление) η αφαίρεση 3. (из организации, учебного заведения) η διαγραφή, η αποβολή, το διώξιμο, η εκδίωξη 4. (отступление от общего правила) η εξαίρεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исключение
-
6 увольнение
(с работы) η απόλυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > увольнение
-
7 эжекция
η εκδίωξη, η αποβολή, η εκτόξευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эжекция
-
8 аборт
абортм ἡ ἐκτρωση [-ις], ἡ ἀποβολή. -
9 выкидывать
выкидыватьнесов1. см. выбрасывать·2. (преждевременно родить) разг ἀπορρίχνω, ἀποβάλλω, κάνω ἀποβολή[ν], κάνω Εκτρωση. -
10 выкидыш
выкидышм1. ἡ ἀποβολή, ἡ ἐκτρωση[-ις]·2. (плод) τό Εκτρωμα, τό ἀπορ-ριξιμιό, τό ἀπόρριγμα. -
11 вытравить
вытравитьсов, вытравлять несов1. (истреблять) ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω/ ἐξαλείφω, βγάζω (пятно):\вытравить плод мед. καταστρέφω τό Εμβρυο, κάνω ἀποβολή, κάνω ἐκτρωση·2. (надпись, рисунок и т. п.) χαράσσω (или ἐγκαίω) μέ νιτρικό ὀξύ·3. (производить потраву) καταπατώ, τσαλαπατώ, καταστρέφω·4. перен (искоренять) ἐξαφανίζω, ξεριζώνω. -
12 expulsion
noun Any child found disobeying this rule will face expulsion from the school.) αποβολή,απέλαση -
13 miscarriage
['miskæri‹]1) (in pregnancy, the loss of the baby from the womb before it is able to survive.) αποβολή2) (a failure: a miscarriage of justice) δικαστική πλάνη -
14 suspension
[-ʃən]1) (the act of suspending.) ανάρτηση/ αναστολή/ αποβολή, διαθεσιμότητα2) (in a motor vehicle etc, the system of springs etc supporting the frame on the axles.) σύστημα ανάρτησης3) (a liquid with solid particles that do not sink.) αιώρημα -
15 аборт
[αμπόρτ] ουσ. α. έκτρωση αποβολή -
16 выкидыш
[βύκιντυς] ουσ. α αποβολή -
17 аборт
[αμπόρτ] ουσ α έκτρωση αποβολή -
18 выкидыш
[βύκιντυς] ουσ α αποβολή -
19 аборт
-а α.έκτρωση, αποβολή. -
20 выкидыш
-а α. άμβλωση. έκτρωση, αποβολή. || έκτρωμα, απόρριγμα, απορριξιμιό.
См. также в других словарях:
ἀποβολή — throwing away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβολή — η 1. διώξιμο, αποπομπή: Ο μαθητής τιμωρήθηκε με αποβολή. 2. βγάλσιμο, αφαίρεση: Η αποβολή των κακών συνηθειών δεν είναι κάτι εύκολο. 3. χάσιμο, απώλεια: Η αποβολή της ντροπής οδηγεί σ αυτό το χάλι. 4. πρόωρος τοκετός: Ήταν δύο μηνών, αλλά έκαμε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… … Dictionary of Greek
ἀποβολῇ — ἀποβολῆι , ἀποβολεύς one who has lost masc dat sg (epic ionic) ἀποβολή throwing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῆ — ἀποβολεύς one who has lost masc nom/voc/acc dual ἀποβολεύς one who has lost masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολαῖς — ἀποβολή throwing away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολαί — ἀποβολή throwing away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολήν — ἀποβολή throwing away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῶν — ἀποβολή throwing away fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμορρύθμιση — Φυσιολογική λειτουργία που επιτρέπει στον οργανισμό να διατηρεί μία ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην αποβολή της θερμότητας, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος. Ο άνθρωπος και τα ανώτερα ζώα, στα οποία η… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek