-
1 ἀποβολή
-
2 λήθη
λήθη, ἡ, das Vergessen, die Vergessenheit; μηδέ σε λήϑη αἱρείτω, Il. 2, 33; Hes. Th. 277; τοῦ κακοῦ δοκεῖ λήϑη τις εἶναι κἀνάπαυλα, Soph. Phil. 866; in dor. Form, οὐδὲ μήποτε λάϑα κατακοιμάσῃ (νόμους), O. R. 870; ὕπνον τε, λήϑην τῶν καϑ' ἡμέραν κακῶν, Eur. Bacch. 282; λήϑην τινὸς ποιεῖσϑαι, in Vergessenheit bringen, vergessen, Her. 8, 79, wie Pol. 18, 16, 2; τοὺς δὲ καὶ λήϑη ἐλάμβανε παραυτίκα ἀναστάντας τῶν πάντων Thuc. 2, 49; λ. ἔχει τινά, Dem. 18, 283; Plat. bezeichnet λήϑη als μνήμης ἔξοδος, Phil. 33 e, oder ἐπιστήμης ἔξοδος u. ἀποβολή, Conv. 208 a Phaed. 75 d; λήϑη ἐγγίγνεταί τινί τινος, Xen. Mem. 1, 2, 21, er vergißt Etwas; auch μετὰ λήϑης ἄτιμα κεῖται, 2, 1, 33; λήϑην τινὸς ἐμποιεῖν, in Vergessenheit bringen, vergessen lassen, Isocr. 5, 37; auch εἰς λήϑην τινὰ ἐμβάλλειν, Aesch. 3, 205. – Den plur. λῆϑαι hat tim. Locr. 103 b; – ὁ τῆς λήϑης ποταμός, der Fluß Lethe der Unterwelt, s. nom. pr.
См. также в других словарях:
ἀποβολή — throwing away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβολή — η 1. διώξιμο, αποπομπή: Ο μαθητής τιμωρήθηκε με αποβολή. 2. βγάλσιμο, αφαίρεση: Η αποβολή των κακών συνηθειών δεν είναι κάτι εύκολο. 3. χάσιμο, απώλεια: Η αποβολή της ντροπής οδηγεί σ αυτό το χάλι. 4. πρόωρος τοκετός: Ήταν δύο μηνών, αλλά έκαμε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… … Dictionary of Greek
ἀποβολῇ — ἀποβολῆι , ἀποβολεύς one who has lost masc dat sg (epic ionic) ἀποβολή throwing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῆ — ἀποβολεύς one who has lost masc nom/voc/acc dual ἀποβολεύς one who has lost masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολαῖς — ἀποβολή throwing away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολαί — ἀποβολή throwing away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολήν — ἀποβολή throwing away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῶν — ἀποβολή throwing away fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμορρύθμιση — Φυσιολογική λειτουργία που επιτρέπει στον οργανισμό να διατηρεί μία ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην αποβολή της θερμότητας, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος. Ο άνθρωπος και τα ανώτερα ζώα, στα οποία η… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek