-
101 απεβλέψατε
-
102 ἀπεβλέψατε
-
103 αποβλεπομέναις
-
104 ἀποβλεπομέναις
-
105 αποβλεπομένη
-
106 ἀποβλεπομένη
-
107 αποβλεπομένους
-
108 ἀποβλεπομένους
-
109 αποβλεπούση
-
110 ἀποβλεπούσῃ
-
111 αποβλεπούσης
-
112 ἀποβλεπούσης
-
113 αποβλεπέσθω
-
114 ἀποβλεπέσθω
-
115 αποβλεπέτω
-
116 ἀποβλεπέτω
-
117 αποβλεπέτωσαν
-
118 ἀποβλεπέτωσαν
-
119 αποβλεπόμενα
-
120 ἀποβλεπόμενα
См. также в других словарях:
αποβλέπω — αποβλέπω, απέβλεψα βλ. πίν. 9 Σημειώσεις: αποβλέπω : εύχρηστος κυρίως ο ενεστώτας, με την έννοια → αποσκοπώ. Στον αόριστο δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τον τύπο απόειδα, που χρησιμοποιείται μόνο στην έκφραση είδα και απόειδα → απελπίστηκα,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀποβλέπω — look away from pres subj act 1st sg ἀποβλέπω look away from pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβλέπω — (AM ἀποβλέπω) 1. ατενίζω, βλέπω προσεκτικά 2. βλέπω με αισιοδοξία, ευελπιστώ 3. αφορώ ή επιδιώκω («σε τι αποβλέπει») 4. παύω να βλέπω, γυρίζω τα μάτια μου αλλού μσν. νεοελλ. βλέπω το αποτέλεσμα νεοελλ. 1. δεν δίνω προσοχή σε κάτι ή κάποιον, τον… … Dictionary of Greek
αποβλέπω — απόβλεψα (για το απόειδα βλ. ειδικό λήμμα), στρέφω το βλέμμα μου ή τις βλέψεις μου σε κάποιον ή κάτι, επιδιώκω: Αποβλέπει στο να τον διαδεχτεί στη διεύθυνση του μαγαζιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποβλέπεσθε — ἀποβλέπω look away from pres imperat mp 2nd pl ἀποβλέπω look away from pres ind mp 2nd pl ἀποβλέπω look away from imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλέπετε — ἀποβλέπω look away from pres imperat act 2nd pl ἀποβλέπω look away from pres ind act 2nd pl ἀποβλέπω look away from imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλέπῃ — ἀποβλέπω look away from pres subj mp 2nd sg ἀποβλέπω look away from pres ind mp 2nd sg ἀποβλέπω look away from pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλεπομένων — ἀποβλέπω look away from pres part mp fem gen pl ἀποβλέπω look away from pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλεπόμενον — ἀποβλέπω look away from pres part mp masc acc sg ἀποβλέπω look away from pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλεπόντων — ἀποβλέπω look away from pres part act masc/neut gen pl ἀποβλέπω look away from pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλεψάντων — ἀποβλέπω look away from aor part act masc/neut gen pl ἀποβλέπω look away from aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)