Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀποβιώσει

  • 1 αποβιώσει

    ἀποβίωσλς
    ceasing to live: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀποβιώσεϊ, ἀποβίωσλς
    ceasing to live: fem dat sg (epic)
    ἀποβίωσλς
    ceasing to live: fem dat sg (attic ionic)
    ἀποβιόω
    cease to live: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀποβιόω
    cease to live: fut ind mid 2nd sg
    ἀποβιόω
    cease to live: fut ind act 3rd sg
    ἀ̱ποβιώσει, ἀποβιόω
    cease to live: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ποβιώσει, ἀποβιόω
    cease to live: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αποβιώσει

  • 2 ἀποβιώσει

    ἀποβίωσλς
    ceasing to live: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀποβιώσεϊ, ἀποβίωσλς
    ceasing to live: fem dat sg (epic)
    ἀποβίωσλς
    ceasing to live: fem dat sg (attic ionic)
    ἀποβιόω
    cease to live: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀποβιόω
    cease to live: fut ind mid 2nd sg
    ἀποβιόω
    cease to live: fut ind act 3rd sg
    ἀ̱ποβιώσει, ἀποβιόω
    cease to live: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ποβιώσει, ἀποβιόω
    cease to live: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀποβιώσει

См. также в других словарях:

  • ἀποβιώσει — ἀποβίωσλς ceasing to live fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποβιώσεϊ , ἀποβίωσλς ceasing to live fem dat sg (epic) ἀποβίωσλς ceasing to live fem dat sg (attic ionic) ἀποβιόω cease to live aor subj act 3rd sg (epic) ἀποβιόω cease to live fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποβίωση — η, Ν φρ. «τεκμήριο συναποβιώσεως» (νομ.) διάταξη κατά την οποία, όταν υπάρχει περίπτωση πολλών ατόμων που έχουν πεθάνει και δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι το ένα επέζησε τού άλλου, τότε θεωρείται κατά τεκμήριο ότι όλα έχουν αποβιώσει συγχρόνως, με… …   Dictionary of Greek

  • πλαστική χειρουργική — Κλάδος της χειρουργικής, που ασχολείται με την αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων ανωμαλιών ή βλαβών της μορφής του σώματος. Οι αρχές της π.χ. βρίσκονται στην αρχαιότητα. Επεμβάσεις αυτού του είδους έχει αποδειχτεί ότι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»