-
1 αποβιβρωσκω
-
2 ἀποβιβρώσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβιβρώσκω
-
3 ἀποβιβρώσκω
ἀπο-βιβρώσκω, abessen, verzehren
См. также в других словарях:
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek