-
1 αποβιβασθήναι
-
2 ἀποβιβασθῆναι
См. также в других словарях:
ἀποβιβασθῆναι — ἀποβιβάζω make to get off aor inf pass ἀποβιβάζω make to get off aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποβιβασθήναι
2 ἀποβιβασθῆναι
ἀποβιβασθῆναι — ἀποβιβάζω make to get off aor inf pass ἀποβιβάζω make to get off aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)