-
1 απνευστι
adv.1) без дыхания, не дыша(ζῆν Arst.; κεῖσθαι Plut.)
ἀ. ἔχειν Plat. — задерживать дыхание2) не переводя дыхания(λόγους συνείρειν Dem.; προπίνειν τι Anth.)
-
2 απνευστί
επίρρ. одним духом, не переводя дыхания, залпом;τα είπε απνευστί όλα όσα ήξαιρε γι' αυτό — он выпалил залпом всё, что знал об этом
См. также в других словарях:
ἀπνευστί — without breathing indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απνευστί — (Α ἀπνευστί) επίρρ. με μιαν ανάσα, μονορούφι αρχ. χωρίς πνοή, χωρίς ανάσα … Dictionary of Greek
Штрафной кубок — • Άπνευστί или αμυστί πίνειν, осушать кубок разом, без отдыха. Так пили на симпосиях, иногда при тостах, иногда в наказание за неумение разрешить какую нибудь шуточную задачу, напр. загадку (αινίγματα γρι̃φοι). Threïcia amystys… … Реальный словарь классических древностей
ἀπνευστεί — ἀπνευστί without breathing indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
εξαμυστίζω — ἐξαμυστίζω (Α) πίνω αμυστί, απνευστί, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αμυστίζω «πίνω μονορούφι»] … Dictionary of Greek