-
1 απλάκουντος
-
2 ἀπλάκουντος
-
3 ἀπλάκουντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπλάκουντος
-
4 ἀπλάκουντος
См. также в других словарях:
ἀπλάκουντος — without cakes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)