-
1 απιστοτέρην
-
2 ἀπιστοτέρην
См. также в других словарях:
ἀπιστοτέρην — ἄπιστος not to be trusted fem acc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απιστοτέρην
2 ἀπιστοτέρην
ἀπιστοτέρην — ἄπιστος not to be trusted fem acc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)