-
1 απηυτέλιζεν
-
2 ἀπηυτέλιζεν
См. также в других словарях:
ἀπηυτέλιζεν — ἀπό εὐτελίζω disparage imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απηυτέλιζεν
2 ἀπηυτέλιζεν
ἀπηυτέλιζεν — ἀπό εὐτελίζω disparage imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)