-
1 ἀπηρυθριακότως
A v. ἀπερυθριάω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπηρυθριακότως
-
2 ἀπηρυθριακότως
ἀπ-ηρυθριακότως, ἀπ-ηρυθριασμένως, unverschämter Weise -
3 ἀπερυθριάω
A to put away blushes, to be past blushing, Ar.Nu. 1216;ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.782
, cf. Plu.2.547b, Luc.Jud. Voc.8, Lib.Decl.15.43;πρὸς πάντας Jul.Or.6.196d
. Adv. [full] ἀπηρυθριᾱκότως, shamelessly, Apollod.Com.13.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερυθριάω
-
4 ἐρυθριάω
A- ιόων Musae.161
: [tense] impf.ἠρυθρίων Luc.Laps.1
, etc.: [tense] aor. 1 , etc.: [tense] pf.ἠρυθρίᾱκα PTeb.37.10
(i B. C.) (v. ἀπηρυθριᾱκότως): —blush, colour up, Pl.Prt. 312a, D.18.128 ;ἀστεῖόν γε..ὅτι ἐρυθριᾷς Pl.Ly. 204c
: c. part., blush at doing, Dromo 1 ;ὅστις δ' ἐρυθριᾷ..πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ γονέας, οὐκ ἔστιν κακός Antiph.261
, cf. Men.782, Diph.135 ; also ἐ. τινά to blush before one, Aristaenet.1.13, Lyd.Mag.3.38 ; τὴν ἀρχήν ib.50: c. inf., Ph.2.310, Chor.in Lib.4.775 Reiske.2 to be inflamed, Aret.SA1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυθριάω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий