-
1 απηνέστατος
-
2 ἀπηνέστατος
См. также в других словарях:
ἀπηνέστατος — ἀπηνής ungentle masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάθεστος — πανάθεστος, ον (Α) εντελώς αδυσώπητος, απηνέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθέστος «σκληρός, άτεγκτος»] … Dictionary of Greek
παναεικής — παναεικής, ές (Α) πάρα πολύ σκληρός, απηνέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀεικής «ανάρμοστος, απρεπής»] … Dictionary of Greek