Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπηνέστατος

См. также в других словарях:

  • ἀπηνέστατος — ἀπηνής ungentle masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθεστος — πανάθεστος, ον (Α) εντελώς αδυσώπητος, απηνέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθέστος «σκληρός, άτεγκτος»] …   Dictionary of Greek

  • παναεικής — παναεικής, ές (Α) πάρα πολύ σκληρός, απηνέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀεικής «ανάρμοστος, απρεπής»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»