-
1 απηνήναντο
-
2 ἀπηνήναντο
-
3 ἀπηνήναντο
ἀπ-ηνήναντο: see ἀπαναίνομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπηνήναντο
-
4 ἀπαναίνομαι
A disown, reject,οἱ δ' οὐ γιγνώσκοντες ἀπηνήναντο Il.7.185
;ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν Od.10.297
;εὐθὺς δ' ἀπανάνατο νύμφαν Pi.N.5.60
; part.ἀπανηνάμενος A.Eu. 972
(lyr.); of a woman,τὸν ἄνδρα ἀπαναίνεται Hp.Mul.2.179
; [tense] pres. also in Plu.2.132c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαναίνομαι
-
5 ἀπαναίνομαι
ἀπ-αναίνομαι, only aor. ἀπηνήναντο, inf. ἀπανήνασθαι: deny, disown, decline, Il. 7.185 and Od. 10.297.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπαναίνομαι
См. также в других словарях:
ἀπηνήναντο — ἀπαναίνομαι disown aor ind mid 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)