Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπείθεια

См. также в других словарях:

  • ἀπειθεία — ἀπειθείᾱ , ἀπείθεια disobedience fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειθείᾳ — ἀπειθείᾱͅ , ἀπείθεια disobedience fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείθεια — disobedience fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απείθεια — η (AM ἀπείθεια) το να μην πειθαρχεί κάποιος σε διαταγές ή εντολές, ανυπακοή αδίκημα που στρέφεται κατά της πολιτειακής εξουσίας με το να αρνείται κάποιος σε υπάλληλο οφειλόμενη υπηρεσία ή συνδρομή, όπως ορίζει ο νόμος …   Dictionary of Greek

  • απείθεια — η ανυπακοή: Η απείθειά του ήταν βαριά, γιατί είχε γίνει μπροστά σ όλους τους συμμαθητές του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπειθείας — ἀπειθείᾱς , ἀπείθεια disobedience fem acc pl ἀπειθείᾱς , ἀπείθεια disobedience fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειθείαι — ἀπειθείᾱͅ , ἀπείθεια disobedience fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειθείαις — ἀπείθεια disobedience fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείθειαι — ἀπείθεια disobedience fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείθειαν — ἀπείθεια disobedience fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροικία — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»