-
1 απειθεία
ἀπειθείᾱ, ἀπείθειαdisobedience: fem nom /voc /acc dual——————ἀπειθείᾱͅ, ἀπείθειαdisobedience: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 απείθεια
-
3 ἀπείθεια
-
4 απειθεια
-
5 ἀπείθεια
ἀπείθεια, ας, ἡ (s. ἀπειθής; X., Mem. 3, 5, 5 et al.; ins; pap; 4 Macc 8:9, 18: 12:4; PsSol 17:20) disobedience, in our lit. always of disob. toward God (cp. Jos., Ant. 3, 316); somet. w. the connotation of disbelief in the Christian gospel (see ἀπειθέω). Those who oppose God are called υἱοὶ τῆς ἀ. Eph 2:2; 5:6; Col 3:6 (some mss. om.; s. KKuhn, NTS 7, ’61, 339 for Qumran parallels). Of disob. of Israelites Ro 11:30; Hb 4:6, 11; of all humanity Ro 11:32. Personified Hs 9, 15, 3.—DELG s.v. πείθομαι. M-M. TW. -
6 απείθεια
η непослушание, неповиновение, неподчинение;απείθεια εις τάς αρχάς — неповиновение властям
-
7 ἀπειθεία
Βλ. λ. απειθεία -
8 ἀπειθείᾳ
Βλ. λ. απειθεία -
9 ἀπείθεια
{сущ., 7}непослушание, непокорность, неповиновение; возм. неверие.Ссылки: Рим. 11:30, 32; Еф. 2:2; 5:6; Кол. 3:6; Евр. 4:6, 11.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπείθεια
-
10 απείθεια
{сущ., 7}непослушание, непокорность, неповиновение; возм. неверие.Ссылки: Рим. 11:30, 32; Еф. 2:2; 5:6; Кол. 3:6; Евр. 4:6, 11.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απείθεια
-
11 ἀπείθεια
непослушание, непокорность, неповиновение; возм. неверие.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπείθεια
-
12 ἀπειθείᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπειθείᾳ
-
13 ἀπείθεια
-
14 ἀπείθεια
ἀπείθ-εια, ἡ,A disobedience, X.Mem.3.5.5, D.H.9.41, Arr. Epict.3.24.24;υἱοὶ τῆς ἀπειθείας Ep.Eph.5.7
; later [full] ἀπειθία, ἡ, BGU 747ii14 (ii A.D.), etc., Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπείθεια
-
15 ἀπείθεια
-
16 απείθεια
söz dinlemezlik, itaatsizlik -
17 απείθεια
désobéissance -
18 απείθεια
neposlušnost -
19 απείθεια
insubordinationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απείθεια
-
20 απειθείας
ἀπειθείᾱς, ἀπείθειαdisobedience: fem acc plἀπειθείᾱς, ἀπείθειαdisobedience: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀπειθεία — ἀπειθείᾱ , ἀπείθεια disobedience fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειθείᾳ — ἀπειθείᾱͅ , ἀπείθεια disobedience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείθεια — disobedience fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απείθεια — η (AM ἀπείθεια) το να μην πειθαρχεί κάποιος σε διαταγές ή εντολές, ανυπακοή αδίκημα που στρέφεται κατά της πολιτειακής εξουσίας με το να αρνείται κάποιος σε υπάλληλο οφειλόμενη υπηρεσία ή συνδρομή, όπως ορίζει ο νόμος … Dictionary of Greek
απείθεια — η ανυπακοή: Η απείθειά του ήταν βαριά, γιατί είχε γίνει μπροστά σ όλους τους συμμαθητές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπειθείας — ἀπειθείᾱς , ἀπείθεια disobedience fem acc pl ἀπειθείᾱς , ἀπείθεια disobedience fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειθείαι — ἀπειθείᾱͅ , ἀπείθεια disobedience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειθείαις — ἀπείθεια disobedience fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείθειαι — ἀπείθεια disobedience fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείθειαν — ἀπείθεια disobedience fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγροικία — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… … Dictionary of Greek