-
1 απευχαριστήσαντες
-
2 ἀπευχαριστήσαντες
См. также в других словарях:
ἀπευχαριστήσαντες — ἀπευχαριστέω show gratitude aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απευχαριστήσαντες
2 ἀπευχαριστήσαντες
ἀπευχαριστήσαντες — ἀπευχαριστέω show gratitude aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)