-
1 απεσχοινίσθησαν
-
2 ἀπεσχοινίσθησαν
См. также в других словарях:
ἀπεσχοινίσθησαν — ἀποσχοινίζω separate by a cord aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απεσχοινίσθησαν
2 ἀπεσχοινίσθησαν
ἀπεσχοινίσθησαν — ἀποσχοινίζω separate by a cord aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)