-
1 απεσσυα
-
2 απεσσουα
-
3 αποσευω
поэт. ἀποσσεύω1) выталкивать, извергать(τι Anth.)
2) med. устремляться прочь, выбегать(ἀπέσσυτο δώματος Hom.; φλὸξ ἀπέσσυτο οὔρεος Hes.)
3) med. умирать(Μίνδαρος ἀπεσσούα или ἀπεσσύα дор. Xen.)
См. также в других словарях:
ἀπεσσύα — ἀπεσσύᾱ , ἀποσεύω chase away aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
πεινώ — και πεινάω / πεινῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. κατέχομαι από πείνα, έχω πείνα, έχω ανάγκη τροφής 2. επιθυμώ κάτι διακαώς, ποθώ, ορέγομαι κάτι (α. «πεινήσας χρημάτων ἐπλούτησας», Ξεν. β. «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην», ΚΔ) 3.… … Dictionary of Greek