Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπερύω

См. также в других словарях:

  • απερύω — ἀπερύω (Α) [ερύω] αποχωρίζω, αποσπώ …   Dictionary of Greek

  • ἀπείρυσαν — ἀπερύω tear off from aor ind act 3rd pl (epic ionic) ἀπερύω tear off from aor ind act 3rd pl ἀπερύω tear off from aor ind act 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρύσσαντες — ἀπερύω tear off from aor part act masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρύσσαντ' — ἀπειρύσσαντα , ἀπερύω tear off from aor part act neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀπειρύσσαντα , ἀπερύω tear off from aor part act masc acc sg (epic ionic) ἀπειρύσσαντι , ἀπερύω tear off from aor part act masc/neut dat sg (epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • ἀπερύσας — ἀπερύσᾱς , ἀπερύω tear off from aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»