-
1 απερωπός
-
2 ἀπερωπός
-
3 ἀπερωπός
ἀπερωπός, όν,A inconsiderate, cruel, A.Ch. 600; expl. by ἀναιδής, σκληρός, οἷον ἀπερίοπτος καὶ ἀπερίβλεπτος by Phryn.PSp.10B., cf. EM120.41, Hsch. Adv. -πῶς· θαυμαστῶς, ἀδοκήτως, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερωπός
-
4 απερωπόν
-
5 ἀπερωπόν
См. также в других словарях:
απερωπός — ἀπερωπός, όν (Α) άκριτος, σκληρός … Dictionary of Greek
ἀπερωπός — inconsiderate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερωπόν — ἀπερωπός inconsiderate masc/fem acc sg ἀπερωπός inconsiderate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek