-
1 απεριηγητος
См. также в других словарях:
απεριήγητος — ἀπεριήγητος, ον (AM) μσν. απερίγραπτος αρχ. ανεξήγητος … Dictionary of Greek
ἀπεριήγητον — ἀπεριήγητος not traced out masc/fem acc sg ἀπεριήγητος not traced out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριηγήτοις — ἀπεριήγητος not traced out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριηγήτους — ἀπεριήγητος not traced out masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριήγητα — ἀπεριήγητος not traced out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριήγητοι — ἀπεριήγητος not traced out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)