-
1 ἀπερίφραστος
ἀπερί-φραστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερίφραστος
См. также в других словарях:
πολύφραστος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος 2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.) 3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek