-
1 ἀπεναρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεναρίζω
-
2 απηναρίσθη
-
3 ἀπηναρίσθη
См. также в других словарях:
απεναρίζω — ἀπεναρίζω (Α) [εναρίζω] αφαιρώ τα όπλα από τον σκοτωμένο αντίπαλο, σκυλεύω … Dictionary of Greek
ἀπηναρίσθη — ἀπεναρίζω strip of arms aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)