-
1 απεμφαινω
1) представляться иным Polyb.2) быть странным, казаться нелепым
См. также в других словарях:
απεμφαίνω — ἀπεμφαίνω (Α) είμαι αταίριαστος, ανόμοιος με το περιβάλλον … Dictionary of Greek
1 απεμφαινω
απεμφαίνω — ἀπεμφαίνω (Α) είμαι αταίριαστος, ανόμοιος με το περιβάλλον … Dictionary of Greek