-
1 ἀπελλόν
Grammatical information: n.Meaning: · αἴγειρος H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The word has been connected with Lat. pōpulus. Though I consider IE origin improbable, one might suppose * h₂pel- \> ἀπελ- with po-h₂pel- \> *pōpel-os. Here also Gm. Vielbaum (Kluge-Seebold s.v. Pappel)?Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀπελλόν
-
2 συνελαύνω
συνελαύνω 1 aor. συνήλασα. Pass.: aor. ptc. gen. pl. συνελασθέντων 2 Macc 5:5; plpf. 3 sg. συνήλαστο 2 Macc 4:26 (Hom. et al.; pap; 2 Macc; Jos., Bell. 2, 526; 4, 567, Ant. 2, 249; 5, 162 [all four times w. εἰς and local acc.]) to cause movement through constraint, drive, force, bring εἴς τι to someth., in imagery (Aelian, VH 4, 15 εἰς τὸν τῆς σοφίας ἔρωτα; Sb 5357, 13 ς. τινὰ πρὸς εὐγνωμοσύνην=make someone reasonable) Ac 7:26 v.l.; GJs 18:3 v.l. (for ἀπελ.).—DELG s.v. ἐλαύνω.
См. также в других словарях:
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
άμορφη τέχνη — Ο όρος αναφέρεται στο ρεύμα που αρνείται τις θεωρητικές θέσεις της αφηρημένης τέχνης και γενικότερα την υποταγή του καλλιτεχνικού έργου σε οποιονδήποτε μορφολογικό προγραμματισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετείται η απουσία κάθε περιορισμού, με… … Dictionary of Greek
απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Άνδρου) — Το μουσείο κόσμημα της Xώρας της Άνδρου, γενέτειρας του Bασίλη Γουλανδρή, εγκαινιάστηκε το 1979, για να στεγάσει ένα μέρος της συλλογής του Iδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή καθώς και μια σειρά έργων του Aνδριώτη γλύπτη Mιχάλη Tόμπρου, τα… … Dictionary of Greek
Σασκάτσιουαν — (Saskatchewan). Επαρχία του νοτιοκεντρικού Καναδά με έκταση 652 330 τ. χλμ. και πληθυσμό 1 007 000 κατ. Συνορεύει με τις ΗΠΑ στα Ν, με τις επαρχίες Αλμπέρτας στα Δ και Μανιτόμπα στα Α και με τα Βορειοδυτικά Εδάφη στα Β. Στο τοπίο επικρατούν οι… … Dictionary of Greek