-
1 απελεκητος
-
2 απελέκητος
η, ο [ος, ον ] неотёсанный (тж. перен.);αυτός είναι ξύλο απελέκητο — он невежда; — он дубина стоеросовая (прост.)
См. также в других словарях:
απελέκητος — η, ο (AM ἀπελέκητος, ον) 1. αυτός που δεν έχει πελεκηθεί 2. (για ανθρώπους) άξεστος, αμόρφωτος, τραχύς 3. παροιμ. «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο» … Dictionary of Greek
απελέκητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πελεκήθηκε, δεν τον επεξεργάστηκαν: Τα ξύλα ήταν ακόμη απελέκητα. 2. αμόρφωτος, αγροίκος: Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο (παροιμ. φράση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπελέκητον — ἀπελέκητος unhewn masc/fem acc sg ἀπελέκητος unhewn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελεκήτοις — ἀπελέκητος unhewn masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελεκήτους — ἀπελέκητος unhewn masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελεκήτων — ἀπελέκητος unhewn masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελέκητα — ἀπελέκητος unhewn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
несеченный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прич. (греч. ἀπελέκητος) необтесанный. … … Словарь церковнославянского языка
нетесанный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прич. (греч. ἀπελέκητος) необтесанный. … … Словарь церковнославянского языка
άγλυπτος — και άγλυφτος, η, ο (για ξύλο ή πέτρα) αυτός που δεν τόν έχουν πελεκήσει, απελέκητος, άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γλυπτός < γλύφω] … Dictionary of Greek
άξεστος — η, ο (AM ἄξεστος, ον) 1. ακατέργαστος, απελέκητος («ἄξεστος λίθος», Σοφοκλής) 2. μτφ. τραχύς, αδέξιος, ακαλλιέργητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ξεστός < ξέω] … Dictionary of Greek