Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀπελέκητος

См. также в других словарях:

  • απελέκητος — η, ο (AM ἀπελέκητος, ον) 1. αυτός που δεν έχει πελεκηθεί 2. (για ανθρώπους) άξεστος, αμόρφωτος, τραχύς 3. παροιμ. «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο» …   Dictionary of Greek

  • απελέκητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πελεκήθηκε, δεν τον επεξεργάστηκαν: Τα ξύλα ήταν ακόμη απελέκητα. 2. αμόρφωτος, αγροίκος: Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο (παροιμ. φράση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπελέκητον — ἀπελέκητος unhewn masc/fem acc sg ἀπελέκητος unhewn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελεκήτοις — ἀπελέκητος unhewn masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελεκήτους — ἀπελέκητος unhewn masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελεκήτων — ἀπελέκητος unhewn masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελέκητα — ἀπελέκητος unhewn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • несеченный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прич. (греч. ἀπελέκητος) необтесанный.    … …   Словарь церковнославянского языка

  • нетесанный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прич. (греч. ἀπελέκητος) необтесанный.   … …   Словарь церковнославянского языка

  • άγλυπτος — και άγλυφτος, η, ο (για ξύλο ή πέτρα) αυτός που δεν τόν έχουν πελεκήσει, απελέκητος, άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γλυπτός < γλύφω] …   Dictionary of Greek

  • άξεστος — η, ο (AM ἄξεστος, ον) 1. ακατέργαστος, απελέκητος («ἄξεστος λίθος», Σοφοκλής) 2. μτφ. τραχύς, αδέξιος, ακαλλιέργητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ξεστός < ξέω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»