Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπελάτης

См. также в других словарях:

  • ἀπελάτης — driver away masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απελάτης — Στη βυζαντινή εποχήα. ονομαζόταν ο ζωοκλέφτης, ο τυχοδιώκτης και ο ληστής στις ακριτικές περιοχές του βυζαντινού κράτους. Άλλες εκδοχές τον παρουσιάζουν ως κάτι ανάλογο με τον κλέφτη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ή τον ληστοϊππότη της Δύσης… …   Dictionary of Greek

  • απελάτης — ο άτακτος φύλακας των συνόρων στα βυζαντινά χρόνια, αντίστοιχος με τους μεσαιωνικούς ιππότες της δύσης και τους δικούς μας αρματολούς και κλέφτες στην τουρκοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπελάται — ἀπελάτης driver away masc nom/voc pl ἀπελάτᾱͅ , ἀπελάτης driver away masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελατῶν — ἀπελάτης driver away masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελάταις — ἀπελάτης driver away masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελάτα — ἀπελάτᾱ , ἀπελάτης driver away masc nom/voc/acc dual ἀπελάτης driver away masc voc sg ἀπελάτᾱ , ἀπελάτης driver away masc gen sg (doric aeolic) ἀπελάτης driver away masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελάτας — ἀπελάτᾱς , ἀπελάτης driver away masc acc pl ἀπελάτᾱς , ἀπελάτης driver away masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Apélatès — L’apélatès (en grec byzantin ἀπελάτης / apelátès) est dans l Empire byzantin un soldat léger, irrégulier, stationné le long des frontières et qui complète son activité militaire par du brigandage. Les apélatai apparaissent sous Basile Ier, et… …   Wikipédia en Français

  • απελατίκι — το (Μ ἀπελατίκιν) [απελάτης] ρόπαλο σιδερένιο, όπλο των απελατών …   Dictionary of Greek

  • κουροπαλάτης — Ανώτατος αυλικός αξιωματούχος στην περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, επιφορτισμένος με τη διεύθυνση του παλατιού. Η λέξη προήλθε έπειτα από σύντμηση του λατινικού curator palatii, που αναφερόταν σε ρωμαϊκό αξίωμα. Ο κ. αναλάμβανε την εξουσία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»