-
1 απεκδεξάμενος
-
2 ἀπεκδεξάμενος
См. также в других словарях:
ἀπεκδεξάμενος — ἀπεκδέχομαι expect anxiously aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απεκδεξάμενος
2 ἀπεκδεξάμενος
ἀπεκδεξάμενος — ἀπεκδέχομαι expect anxiously aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)