-
1 απειρήκασιν
-
2 ἀπειρήκασιν
См. также в других словарях:
ἀπειρήκασιν — ἀπειρήκᾱσιν , ἀπό ἐρῶ verbum perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απειρήκασιν
2 ἀπειρήκασιν
ἀπειρήκασιν — ἀπειρήκᾱσιν , ἀπό ἐρῶ verbum perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)