-
1 ἀπειρότοκος
ἀπειρό-τοκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπειρότοκος
См. также в других словарях:
καλλίτοκος — καλλίτοκος, ον, θηλ. και καλλιτόκεια (AM) (για γυναίκα) αυτή που γέννησε καλά και ωραία παιδιά, η καλλίτεκνος μσν. (για τη Θεοτόκο) αυτή που γέννησε με θαυμαστό τρόπο τον Υιό τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ … Dictionary of Greek
νεότοκος — η, ο (Α νεότοκος, ον) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τοκος (< τίκτω), πρβλ. απειρό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek