Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπειρό-τοκος

См. также в других словарях:

  • καλλίτοκος — καλλίτοκος, ον, θηλ. και καλλιτόκεια (AM) (για γυναίκα) αυτή που γέννησε καλά και ωραία παιδιά, η καλλίτεκνος μσν. (για τη Θεοτόκο) αυτή που γέννησε με θαυμαστό τρόπο τον Υιό τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • νεότοκος — η, ο (Α νεότοκος, ον) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τοκος (< τίκτω), πρβλ. απειρό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»