-
1 απειρογάμους
-
2 ἀπειρογάμους
См. также в других словарях:
ἀπειρογάμους — ἀπειρόγαμος unwedded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απειρογάμους
2 ἀπειρογάμους
ἀπειρογάμους — ἀπειρόγαμος unwedded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)