-
1 απειρία
ἀπειρίᾱ, ἀπειρίαwant of skill: fem nom /voc /acc dualἀπειρίᾱ, ἀπειρίαwant of skill: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀπειρίαι, ἀπειρίαwant of skill: fem nom /voc plἀπειρίᾱͅ, ἀπειρίαwant of skill: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀπειρία
A want of skill, inexperience, ignorance, Hp. Lex4, Th.1.80; ; ap. Arist.Metaph. 981a5;ὑπὸ ἀπειρίας Pl.Tht. 167b
;δι' ἀπειρίαν Id.Grg. 518d
.2 c. gen. rei,τοῦ θανεῖν E.Fr.816.10
; ἀ. μέθης want of skill to carry it discreetly, Antipho 4.3.2;ἀ. ἔργου And.3.2
;μουσικῆς ἀπειρίᾳ Philetaer.18
; ; ἀπειρείῃσι νόοιο (sic) Epigr.Gr.1078.5 ([place name] Adana).------------------------------------A infinity, infinitude,τὴν τῶν ὁμοιομερῶν ἀ. Anaxag.
ap. Arist.Metaph. 988a28; opp. πέρας, Pl.Phlb. 16c;ἡ ἀ. καὶ ὁ αἰών Metrod.37
, cf. Phld.D.3.11;ἀ. χρόνου Pl.Lg. 676a
;ἀ. τῶν κόσμων Epicur.Ep.1p.9U.
;τῶν ἀτόμων Dam.Pr.98
;τῶν ἀριθμῶν Ph. 1.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπειρία
-
3 απειρια
Iἥ неопытность, незнание Eur., Thuc., Plat., Arst., Plut.IIἥ беспредельность, бесконечность Plat., Arst., Diog.L. -
4 ἀπειρία
Βλ. λ. απειρία -
5 ἀπειρίᾳ
Βλ. λ. απειρία -
6 απειρία
η1) неопытность; 2) бесконечность, неисчислимость; беспредельность -
7 ἀπειρία
-
8 απειρία
deneyimsizlik, tecrübesizlik -
9 απειρία
inexperienceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απειρία
-
10 deneyimsizlik
απειρία -
11 tecrübesizlik
απειρία -
12 inexperience
απειρία -
13 απειρίας
ἀπειρίᾱς, ἀπειρίαwant of skill: fem acc plἀπειρίᾱς, ἀπειρίαwant of skill: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ἀπειρίας
ἀπειρίᾱς, ἀπειρίαwant of skill: fem acc plἀπειρίᾱς, ἀπειρίαwant of skill: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 απειρίαι
ἀπειρίαwant of skill: fem nom /voc plἀπειρίᾱͅ, ἀπειρίαwant of skill: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 ἀπειρίαι
ἀπειρίαwant of skill: fem nom /voc plἀπειρίᾱͅ, ἀπειρίαwant of skill: fem dat sg (attic doric aeolic) -
17 απειροσυνα
-
18 απειρίαν
-
19 ἀπειρίαν
-
20 απειρίη
ἀπειρίαwant of skill: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἀπειρίαwant of skill: fem dat sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
ἀπειρία — ἀπειρίᾱ , ἀπειρία want of skill fem nom/voc/acc dual ἀπειρίᾱ , ἀπειρία want of skill fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειρίᾳ — ἀπειρίαι , ἀπειρία want of skill fem nom/voc pl ἀπειρίᾱͅ , ἀπειρία want of skill fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειρία — (I) η (AM ἀπειρία) [άπειρος(Ι)] έλλειψη πείρας, άγνοια, ανεπιτηδειότητα. (II) η (AM ἀπειρία) [άπειρος (II)] το να είναι κάτι απειροπληθές, να μη μπορεί να μετρηθεί αρχ. 1. αιωνιότητα 2. άπειρο διάστημα … Dictionary of Greek
απειρία — η 1. έλλειψη πείρας, άγνοια: Η απειρία του στη δουλειά ήταν ολοφάνερη. 2. πληθώρα, αφθονία: Απειρία από κινδύνους μας περιζώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπειρίας — ἀπειρίᾱς , ἀπειρία want of skill fem acc pl ἀπειρίᾱς , ἀπειρία want of skill fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειρίαι — ἀπειρία want of skill fem nom/voc pl ἀπειρίᾱͅ , ἀπειρία want of skill fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειρίαν — ἀπειρίᾱν , ἀπειρία want of skill fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειριῶν — ἀπειρία want of skill fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειρίαιν — ἀπειρία want of skill fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειρίαις — ἀπειρία want of skill fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειρίη — ἀπειρία want of skill fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)