-
1 απειλής
ἀπειλέωkeep away: pres ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀπειλέω 1keep away: pres ind act 2nd sg (doric)ἀπειλέω 2hold out: pres ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀπειλήboastful promises: fem gen sg (attic epic ionic)——————ἀπειλέωkeep away: pres subj act 2nd sgἀπειλέω 1keep away: pres subj act 2nd sgἀπειλέω 2hold out: pres subj act 2nd sgἀπειλήboastful promises: fem dat pl (epic) -
2 ἀπειλῆς
Βλ. λ. απειλής -
3 ἀπειλῇς
Βλ. λ. απειλής -
4 σάλος
-ου + ὁ N 2 0-0-2-5-2=9 Jon 1,15; Zech 9,14; Ps 54(55),23; 65(66),9; 88(89),10rolling swell, surge Jon 1,15; restlessness, perplexity Sir 40,4; tribulation Lam 1,8ἐν σάλῳ ἀπειλῆς with a whirling menace Zech 9,14; οὐ δώσει σάλον τῷ δικαίῳ he shall not allow the righteous to be moved Ps 54(55),23; μὴ δῷς εἰς σάλον τὸν πόδα σου let not your foot be moved Ps 120 (121),3, see also Ps 65(66),9→NIDNTT -
5 ἀνάτασις
b abs., height, J.BJ6.9.1;ἀ. ὀρῶν Phlp. in Mete.37.10
.2 stretching out, Hp.Art.11;ἀκοντίων Onos.17
: metaph., threats of violence, Plb.4.4.7, Fr. 108 (pl.);μετὰ ἀ. καὶ ἀπειλῆς Epict.Fr.25
, cf. D.S.38.8.3 intensity, inflexibility,τοῦ φρονήματος Plu.Mar.6
; intensity of passion, Phld.Lib.p.29O.: abs., courage, steadfastness, prob in D.Chr.34.40.4 endurance of hunger, fasting, Sor.1.49, Plu.2.62a.5 ἀ. τῆς βοῆς straining, Sch E.Or. 149; κατ' ἀνάτασιν of the acute accent, D.T.620.1.6 metaph., straining, effort, Phld.Rh. 1.31 S., al.;ἡ πρὸς τὸ ἓν διαγνώσεως ἀ. Dam.Pr.27
, cf. Procl.Inst.21, al.: c. gen.,τιμῆς Procop.Gaz.Pan.496.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάτασις
-
6 ἀπειλή
ἀπειλ-ή, ἡ, mostly in pl.,A boastful promises, boasts,ποῦ τοι ἀπειλαὶ ἃς.. ὑπίσχεο οἰνοποτάζων; Il.20.83
;μέχρι τῶν ἀπειλῶν γενναῖος Lib. Or.59.118
, cf. Eust.704.28.II commonly in pl., threats,ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται τὰς Τρωσὶν ἀπείλεον υἷες Ἀχαιῶν; Il.13.219
;οὐδὲ.. λήθετ' ἀπειλάων τὰς ἀντιθέῳ Ὀδυσῆι πρῶτον ἐπηπείλησεν Od.13.126
, cf. Il.16.200, Hdt.6.32;εὐθύνειν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Pl.Prt. 325d
, cf. A.Pr. 175 (lyr.): in sg., S.Ant. 753, Th.4.126;ἀπειλῆς ἕνεκα τοῖς ἐν τῷ Ταρτάρῳ Arist.APo. 94b33
.2 of threatening conditions,ἀ. πνιγμοῦ Alex.Aphr.Pr.2.60
; τὰ ἐν ἀπειλῇ ἀποστήματα Heras ap.Gal.13.815; of storms, J.BJ1.21.5, Ael.NA7.7. -
7 ἐμπνέω
A ; later- πνεύσω Aen.Gaz.Ep.11
:— blow or breathe upon, c. dat., ; ἐμπνείοντε μεταφρένῳ, of horses so close behind as to breathe upon one's back, Il.17.502; of a lover, Hsch.; κατ' οὖρον, ὥσπερ ἱστίοις, ἐμπνεύσομαι τῇδε E.l.c.;ἄνεμος ἐμπνεύσας δορί Id.Cyc.19
; [ αὐλοῖς] ἐμπνεῖν breathe into, play the flute, AP9.266 (Antip.): c. acc. cogn., Χείλεσι μοῦσαν ἐ., of Pan, APl.4.226 (Alc.):—[voice] Pass.,ἐμπνεόμενα ὄργανα Poll.4.67
;πνεῦμα -πνεόμενον τῷ αὐλῷ S.E.P.1.54
.2 abs., breathe in, inhale, Hp.Flat.4; but usu.,b breathe, live, be alive, A.Ag. 671, Ar.Th. 926, Pl.Ap. 29d, etc.; τὰ ἐμπνέοντα, = ἔμψυχα, Call. Iamb.1.127;ἐ. τᾷ τέχνᾳ AP9.777
(Phil.); of one expiring,βλέποντα κἀμπνέοντ' ἔτι S.Ph. 883
;σμικρὸν ἐμπνέουσ' ἔτι E.Alc. 205
;βραχὺν δὴ βίοτον ἐμπνέων ἔτι Id.Hipp. 1246
.3 c. gen., breathe of, be laden with,Ἀραβίης ὀδμῆς Perict.
ap. Stob.4.28.19;ἐ. ἀπειλῆς καὶ φόνου Act.Ap.9.1
.II trans., blow into, ἄνεμος μέσον ἱστίον ἐ. swell the sail, h.Bacch.33, cf. Pi.I.2.40.2 breathe into, infuse into, μένος, θάρσος. τινί, Il.20.110, Od.9.381, al.; [ Μοῦσαι]ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδήν Hes. Th.31
;πατρὶ.. πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος Pi.O.8.70
: also c. inf. pro acc., φᾶρος ἐνέπνευσε φρεσὶν ὑφαίνειν breathed into my mind (i.e. inspired me with the thought) to weave it, Od.19.138 :— [voice] Pass., to be inspired,ὑπὸ θεοῦ Longin.16.2
;εἰς μαντικήν Plu.2.421b
. -
8 ὑποσμύχω
ὑποσμύχω [ῡ],A cause to smoulder away, consume slowly, prob. in Aët.7.39:—[voice] Pass.,ὑποσμύχονται ὀπωπαί A.R.2.445
: metaph., ὑποσμύχουσα· ἔνδον ἐρεθίζουσα, Hsch., ἐνδιερεθίζουσα, ὑποκαίουσα, θλίβουσα, καταπονοῦσα, Phot., Suid.II [voice] Pass., of fire, smoulder, Eust.864.50, 1012.13; of itching, prob. in Alex. Trall.Febr.2: metaph., ὁ νοῦς.. ζωπυρεῖται -σμυχόμενος Eust.1656.47;ὑποσμύχεταί τι ἀπειλῆς Id.717.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποσμύχω
-
9 ἀπειλή
ἀπειλή, ῆς, ἡ (s. ἀπειλέω; Hom. et al.; pap, LXX; PsSol 17:25; TestJob 17:3; JosAs 7:5; 4 Esdr 8:23 Fgm. c; ApcEsdr; Jos., Bell. 6, 257, Ant. 8, 362; Ath., R. 72, 9) threat ἐμπνέων ἀπειλῆς κ. φόνου breathing murderous threats Ac 9:1 (CBurchard, ZNW 61, ’70, 163–65). ἀνιέναι τὴν ἀ. stop threatening Eph 6:9. ἡ ἀ. τοῦ διαβόλου Hm 12, 6, 2. ἀπειλῇ ἀπειλεῖσθαι μή w. inf. warn sharply Ac 4:17 v.l. (s. ἀπειλέω). Pl. (SibOr 3, 71; 97) φυγεῖν τὰς ἀ. escape the threats 1 Cl 58:1. ἐφορᾶν ἐπὶ τὰς ἀ. Ac 4:29.—DELG s.v. ἀπειλέω. M-M. -
10 ἐμπνέω
ἐμπνέω (also ἐν-) 1 aor. ptc. ἐμπνεύσαντα Wsd 15:11, 3 sg. opt. ἐμπνεύσαι (Ath. 9, 1); pf. pass. ptc. ἐμπεπνευσμένων (Just., A I, 36, 1) (s. πνέω; Hom. et al.; LXX; Kaibel 562, 9 [ἐς δʼ ὅσον ἐνπείει ‘as long as he draws breath’]; TestSol; TestJob 41:5; Philo; Jos., Bell. 5, 458, Ant. 12, 256; Just., A I, 36, 1; Ath. 9, 1) gener. in lit. in ref. to blowing or breathing.① to emit breath, breathe (Kaibel above) fig. in the idiom ἀπειλῆς καὶ φόνου he breathed murderous threats Ac 9:1 (B-D-F §174; for its use w. gen. cp. Perictione in Stob. 4, 28, 19 Ἀραβίης ὀδμῆς ἐμπνέοντα; Josh 10:40. Cp. Chion, Ep. 3, 3 Ἄρεος πνέω=breathe the lust of war; Theocr. 22, 82 the two opponents φόνον ἀλλήλοισι πνέοντες).② to give another a share in one’s breath and thus have influence, inspire (Hes., Theogony 31 the Muses ἐνέπνευσαν δέ μʼ ἀοιδὴν θέσπιν, ἵνα κτλ.; Plut., Mor. 421b; PGM 2, 84) of prophets ἐνπνεόμενοι ὑπὸ τῆς χάριτος αὐτοῦ IMg 8:2 (cp. TestJob 41:5 Ἐλίους ἐμπνευσθεὶς ἐν τῷ Σατανᾷ; Περὶ ὕψους 16:2 ἐμπνευσθεὶς ὑπὸ θεοῦ; Lucian, Phal. 2, 12 of the Pythia: ἐμπνεῖται; schol. on Apollon. Rhod. 4, 1381f: the poet ἐμπέπνευσται by the Muses; Just., A I, 36, 1 προφητῶν … ἐμπεπνευσμένων; Ath. 9, 1 ὡς εἰ καὶ αὐλητὴς αὐλὸν ἐμπνεύσαι).—DELG s.v. πλέκω. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ἀπειλῆς — ἀπειλέω keep away pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπειλέω 1 keep away pres ind act 2nd sg (doric) ἀπειλέω 2 hold out pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπειλή boastful promises fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλῇς — ἀπειλέω keep away pres subj act 2nd sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj act 2nd sg ἀπειλέω 2 hold out pres subj act 2nd sg ἀπειλή boastful promises fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
αεράμυνα — Η οργάνωση των πολεμικών μέσων και των πολιτών μιας χώρας, με αντικειμενικό σκοπό την εξουδετέρωση της εχθρικής απειλής που εκδηλώνεται από τον αέρα. Η α. είναι ενεργή και παθητική. Την ενεργή συγκροτούν τα αεροπλάνα αναχαίτισης των εχθρικών, τα… … Dictionary of Greek
βέτο — (λατιν. veto = απαγορεύω). Το δικαίωμα της αρνησικυρίας. Λέγεται επίσης και η εξουσία που έχει κάποιος σε μια ομάδα ανθρώπων ή σε μια υπηρεσία να δέχεται ή να αποκρούει τελεσίδικα τις αποφάσεις των άλλων. Στο αστικό δίκαιο, το β. ενός κρατικού… … Dictionary of Greek
βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek