-
1 ἀπειλή
ἀπειλή, ἡ, die Drohung, Hom. nur im plur., Iliad. 9, 244. 13, 219. 14, 479. 16, 200. 20, 83 Od. 13, 126; ἀπειλὰς ἀπειλεῖν, s. ἀπειλέω; ἀπειλάων ἀκόρητοι Iliad. 14, 479; = prahlerische Versprechungen, Il. 20, 83; auch bei den Folgenden ist der plur. vorherrschend, ἀπειλὰς ἐρέσσειν Soph. Ai. 746.
-
2 ἀπειλή
ἀπειλή, ἀπείλημα, die Drohung; prahlerische Versprechungen -
3 ἀπειλη-φόρος
ἀπειλη-φόρος, Drohungen führend, drohend, Sp.
-
4 προς-απειλή
προς-απειλή, ἡ, zugesetzte Drohung, Hesych., zw.
-
5 ἀπείλημα
ἀπειλή, ἀπείλημα, die Drohung; prahlerische Versprechungen -
6 ἀπειληφόρος
ἀπειλη-φόρος, Drohungen führend, drohend -
7 βορβορό-θῡμος
βορβορό-θῡμος, mistzornig, ἀπειλή Ar. Pax 757.
-
8 ἀπελλάζω
-
9 ἀρειά
ἀρειά, ion. u. poet. ἀρειή, Hom. dreimal; Iliad. 17, 431 πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ' ἀρειῇ; 20, 109 μηδέ σε πάμπαν λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ; 21, 339 μηδέ σε πάμπαν μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ. Die Bed. ist also »Drohung«, ἀπειλή, vgl. Apoll. Lex. 42, 16; verwandt vielleicht ἀρά, ἀράομαι.
-
10 ἀκρο-βολισμός
ἀκρο-βολισμός, ὁ, dasselbe; Plat. vbdt τοξικὴ καὶ οἱ ἄλλοι ἀκρ. Legg. VII, 804 c; Xen. neben προςβολὰς ποιεῖσϑαι Hell. 1, 3, 14. Uebertr. Luc. Iup. Trag. 33, we darauf folgt πόῤῥωϑεν λοιδορούμενοι; Abd. 3 vbdt er ἀρχὴ καὶ ἀπειλὴ καὶ ἀκρ., Vorspiel.
-
11 προςαπειλή
προς-απειλή, ἡ, zugesetzte Drohung
См. также в других словарях:
ἀπειλή — boastful promises fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… … Dictionary of Greek
ἀπειλῇ — ἀπειλέω keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλέω keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλέω keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλέω 1 keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλέω 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειλή — η φοβέρισμα, εκφοβισμός: Άφησε τις απειλές και άρχισε τις υποσχέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπειλῆι — ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω 1 keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω 1 keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλῇ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλαῖς — ἀπειλή boastful promises fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλαί — ἀπειλή boastful promises fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλᾷ — ἀπειλή boastful promises fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλήν — ἀπειλή boastful promises fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek