-
1 ἀπειλητήρ
-
2 ἀπειλητήρ
ἀπειλητήρ, der Droher, Großprahler -
3 καυχητής
-
4 ἀπειλητής
ἀπειλητής, ὁ, = ἀπειλητήρ, Sp.
См. также в других словарях:
απειλητήρ — ἀπειλητήρ ( ῆρος), ο (Α) κομπαστής, καυχησιάρης … Dictionary of Greek
ἀπειλητήρ — threatener masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλητῆρα — ἀπειλητήρ threatener masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλητῆρας — ἀπειλητήρ threatener masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλητῆρες — ἀπειλητήρ threatener masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλητῆρι — ἀπειλητήρ threatener masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλητῆρος — ἀπειλητήρ threatener masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειλητής — ἀπειλητής, ο (Α) ο απειλητήρ … Dictionary of Greek
απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… … Dictionary of Greek